μισοκά(μ)νω

μισοκά(μ)νω
(Μ μισοκάμνω) [κά(μ)νω]
νεοελλ.
(η μτχ. παθ. παρακμ.) μισοκαμωμένος, -η, -ο
ημιτελής, όχι τελειωμένος, μοσοφτειαγμένος
μσν.
θεωρώ κάποιον ανίκανο να κάνει κάτι, να φέρει εις πέρας κάτι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”